- κακότητα
- η (AM κακότης) [κακός]1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.)2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.)μσν.-αρχ.κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότητ' ἀθρόαν ἔβαλον», Πίνδ.)αρχ.1. κακή κατάσταση, κακή ποιότητα («κακότης τῶν οὔρων», Ιπποκρ.)2. (ιδίως σε μάχη) τα δεινά τού πολέμου («Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος», Ομ. Οδ.)3. πληθ. αἱ κακότητεςοι κακές ιδιότητες («ἀφέλοιτο γὰρ ἂν ἡ ἕψησις τῶν κακοτήτων αὐτοῡ τὸ πλεῑον», Ιπποκρ.)4. φαυλότητα, ανανδρία, αχρειότητα («ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.